- θηρίοις
- θηράωhuntpres opt act 2nd sg (epic doric ionic)θηρίονwild animalneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PODAGRAE — Graece ποδάγραι, alias ὀρύγματα et ποδοκλάςται, foveae dicebantur olim Graecis, quae non ferarum solum, sed et hostium capiendorum causâ, fiebant: Suid. in ποδάγρα, Τάφρους ὤρυξε καὶ ποδάγρας ὑφῆκεν ὡς θηρίοις τοῖς πολεμίοις. Curius Furtunatianus … Hofmann J. Lexicon universale
επισινής — ἐπισινής, ές (Α) 1. ο εκτεθειμένος σε βλάβη («ὅπoυ μὴ ὄρνισιν ἢ ἄλλοις θηρίοις ἐπισινὴς ἡ χώρα», Θεόφρ.) 2. αυτός που υπέστη βλάβη 3. ενεργ. βλαβερός 4. ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σινής (< σίνος «βλάβη»)] … Dictionary of Greek
συννέω — (I) Α κολυμπώ μαζί με άλλον («ἐπὶ κροκοδείλων ὀχούμενον καὶ συννέοντα θηρίοις», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νέω (Ι) «πλέω», κολυμπώ»]. (II) και ιων. τ. συννήω Α συσσωρεύω, συγκεντρώνω μαζί (α. «τῶν νεκρῶν ἐπ ἀλλήλοις ξυννενημένων», Θουκ. β.… … Dictionary of Greek